- ἐκλιπών
- ἐκλείπωleave outaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀκλιπών — ἐκλιπών , ἐκλείπω leave out aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RASOPHORI — Graeci Ῥαςοφόροι, novitii Monachi dicuntur, apud Balsamonem in Syn. Constantinopolit. can. 5. a voce rasum, ῥάςον Graecis recentioribus; quô nomine indumentum indigitatur detritum et usu defloccatum, ὁ τρίβων ἐκλιπὼν κροκύδας. Althelmus de Laude… … Hofmann J. Lexicon universale
εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… … Dictionary of Greek
εκλείπω — εκλείπω, (εξέλειψα) βλ. πίν. 9 Σημειώσεις: εκλείπω : χρησιμοποιείται ακόμη και ο λόγιος αόριστος σε στερεότυπες εκφράσεις όπως: εξέλιπε ο κίνδυνος και στη μτχ. εκλιπών (→ ο μακαρίτης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής